μικρόφυλλος — with small leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόφυλλον — μικρόφυλλος with small leaves masc/fem acc sg μικρόφυλλος with small leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφύλλου — μικρόφυλλος with small leaves masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόφυλλα — μικρόφυλλος with small leaves neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφυλλοτέρα — μικροφυλλοτέρᾱ , μικρόφυλλος with small leaves fem nom/voc/acc comp dual μικροφυλλοτέρᾱ , μικρόφυλλος with small leaves fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
βαλτόχορτο — το το φυτό Εχινοφόρος ο μικρόφυλλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)